αμακιγιάριστος

αμακιγιάριστος
-η, -ο
(λ. γαλλ.), αυτός που δεν είναι μακιγιαρισμένος, αφτιασίδωτος: Δύσκολα να συναντήσεις σήμερα γυναίκα αμακιγιάριστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος …   Dictionary of Greek

  • αφτιασίδωτος — και αφκιασίδωτος ή αφτειασίδωτος και αφκειασίδωτος, η, ο αυτός που δεν έχει φτιασιδωθεί ή καλλωπιστεί, ο αμακιγιάριστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”